- καρποφύλαξ
- καρπο-φύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ὁ,A watcher of fruit, AP6.22 ([place name] Zonas).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρποφύλαξ — καρποφύλαξ, κος, ὁ (Α) ο φύλακας τών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + φύλαξ (< φύλάξ < φυλάσσω), πρβλ. αρχειο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ] … Dictionary of Greek
καρποφύλαξ — watcher of fruit masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek